- ιερόβλαστος
- ἱερόβλαστος, -ον (Μ)(για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί-βλαστος, οψί-βλαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek